Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα αδιέξοδο…
Στη σχέση. Ένας καυγάς μεγαλύτερος από την αφορμή. Λόγια. Μπερδεμένα. Συναισθήματα. Συγκεχυμένα. Περιστατικά το ένα πάνω στο άλλο. Στριμωγμένα. Καμία συνεννόηση. Χάθηκαν στη μετάφραση.
Εκείνη πνιγόταν στην ανασφάλειά της και ικέτευε για μία αγκαλιά βρίζοντας. Η επιθετικότητά της μια κραυγή για μια κίνηση τρυφερότητας από εκείνον. Για κάτι που θα την αφοπλίσει και θα μαλακώσει τους δαίμονές της, τις φοβίες της, τον εσωτερικό εχθρό που έχει κατασκηνώσει στο κεφάλι της.
Εκείνος προβληματιζόταν. Αναρωτιόταν. Πιεζόταν. Τι συμβαίνει; Γιατί συμβαίνει; Φοβόταν. Προσπαθούσε να αμυνθεί. Προσπαθούσε να μην ρίξει λάδι στη φωτιά. Μετρούσε τις λέξεις του. Τις διάλεγε. Τις πρόσεχε. Εκείνη όχι.
Ο φόβος είχε δαιμονίσει τη γλώσσα της και εκτόξευε κατηγόριες. Έφταιγε. Εκείνος έφταιγε. Που δεν την καταλαβαίνει, που δεν την νιώθει, που δεν… δεν… δεν…
Όλα λάθος τα κάνει; Αναρωτήθηκε ο έρμος. Δεν καταλαβαίνει. Την αγαπάει. Γιατί φτάσανε ως εδώ; Παύση. Έφυγε. Έμεινε μόνος. Βαρύς. Ακίνητος. Ένα περίεργο συναίσθημα στο στομάχι του. Και το πρωί μια ανακούφιση, μια ησυχία. Μια απουσία που δεν τον στόλιζε με φταιξίματα. Τέλος;
Ας το συζητήσουμε. Και το συζητήσανε. Εκείνη πυροβολούσε. Εκείνος παρατηρούσε. Εκείνη άλλα ήθελε να πει κι άλλα έλεγε. Εκείνος έλεγε αυτά που ήθελε. Εκείνη περίμενε το θαύμα. Εκείνος προσπαθούσε να το δημιουργήσει. Τίποτα. Κενό. Πολύωροι μονόλογοι που δεν κατέληξαν πουθενά. Εκείνος της είπε ότι δεν βγάζει κάπου όλο αυτό. Εκείνη δεν κατάλαβε τίποτα. Έκανε ότι δεν κατάλαβε. Έκανε σαν να μην είχε συμβεί τίποτα. Ήθελε να αγκαλιαστούνε και να τα ξεχάσουν όλα. Εκείνη μπορούσε. Εκείνος όχι. Εκείνη είχε ξεθυμάνει. Είχε αδειάσει. Εκείνος είχε γεμίσει. Και λίγο πριν σκάσει έφυγε. Μπήκε στο αυτοκίνητο κι έκλαψε.
Ήθελε το χρόνο του. Εκείνη δεν του τον έδωσε. Καθημερινά μηνύματα. Άλλες φορές που σφυρίζανε κλέφτικα, άλλες φορές που έριχναν αλάτι στις πληγές του, άλλες έκρυβαν κάτω από το χαλάκι του χιούμορ ύπουλες κατηγόριες κι άλλες πίεζαν. Πίεζαν για απαντήσεις.
Με πήρε τηλέφωνο πριν αποφασίσει. Κι εμένα και μερικούς άλλους φίλους. Ήθελε να δει τη φάση από κάθε πλευρά. Να μην αδικήσει, να μην βιαστεί, να είναι ψύχραιμος. Κι εκεί που πήγαινε να ξεμυτίσει το συναίσθημά του, τσουπ, μήνυμα. Αποσυντονισμός. Λογική.
Αχ και να ‘ξερε, πόσο κακό κάνει στον εαυτό της. Αν περίμενε λίγο… Αν έκανε λίγο υπομονή… Αν του έδινε λίγο χρόνο… Αν τον άφηνε λίγο στην ησυχία του, όλα θα ήταν υπέρ της.
Κι εκεί που πήγαινε το συναίσθημα να τον πνίξει, τσουπ, τον έπνιγαν οι γραπτές λέξεις της, η ανασφάλειά της που την έκανε βιαστική, ανυπόμονη. Οι φοβίες της που στραγγάλιζαν την αυτοπεποίθησή της και κυρίευαν τα δάχτυλά της που πληκτρολογούσαν το φευγιό του. Γιατί κουκλίτσα μου; Άφησε τον άνθρωπο να πάρει μια ανάσα. Υπέρ σου θα είναι. Άφησέ τον να σκεφτεί, να συνειδητοποιήσει, να νιώσει. Σιωπή. Σιωπή χρειάζεται η συνειδητοποίηση. Κι εσύ δεν τον αφήνεις. Δεν του επιτρέπεις να ξεκινήσει διάλογο με τον εαυτό του. Συνεχώς τον διακόπτεις. Και αυτοκαταστρέφεσαι. Γιατί; Γιατί σε πνίγει το δίκιο, το δικό σου δίκιο όπως το βλέπεις τώρα. Το αντικειμενικό θα το δεις αργότερα. Τώρα σε πνίγει ο τρόμος, ο θυμός.
Δεν μπορεί. Σίγουρα κάπου θα έχεις κι εσύ τα δίκια σου. Το θέμα όμως δεν είναι να βρεις το δίκιο σου. Το θέμα είναι να μην χάσεις εκείνον που σου δημιουργεί το συναίσθημα.
Αχ και να ‘ξερες, μικρή μου άγνωστη. Σε αγαπούσε και σε αγαπάει. Βούρκωσε. Έκλαψε. Δεν ήθελε αυτό. Ήθελε κάτι άλλο. Αλλά τον έπνιξες. Εσένα ήθελε, αλλά χωρίς τις ανασφάλειές σου. Χωρίς τις φοβίες σου. Με τις αδυναμίες σου, με τις ατέλειές σου. Αλλά χωρίς τον αρνητισμό, τις σκέψεις που σου ξεμάλλιαζαν το χαρακτήρα. Στο τσακ ήταν να γυρίσει. Και τον έκανες να αποφασίσει να σε χωρίσει. Όχι γιατί τα παράτησε, όχι γιατί δεν ήθελε να προσπαθήσει. Γιατί κατάλαβε πριν από σένα ότι δεν υπάρχει νόημα. Θα το καταλάβεις κι εσύ μια μέρα. Αυτοκαταστρέφεσαι. Βάζεις τα χεράκια σου και βγάζεις τα ματάκια σου. Γιατί του στερείς τις ανάσες που χρειάζεται το συναίσθημα. Του βιάζεις τις αποφάσεις που ευδοκιμούν στους αργούς ρυθμούς. Αλλά εσύ θέλεις τώρα… Τώρα, γιατί δεν αντέχεις τον πόνο σου. Και δημιουργείς τον δικό του. Και κατα συνέπεια πολλαπλασιάζεις τον δικό σου. Ό,τι δίνουμε παίρνουμε, ε; Ένα μπούμερανγκ είναι η ζωή.
Σςςςς… Σταμάτα να μιλάς, σταμάτα να ζητάς, σταμάτα να ρωτάς, σταμάτα. Απλά σταμάτα.
Η αλήθεια κρύβεται στη σιωπή. Κι εσύ τη σιωπή του τη γέμισες με φασαρία. Φασαρία που τον έκανε να θέλει να κλείσει τα αφτιά του, φασαρία που δεν του επέτρεπε να ακούσει τον εαυτό του. Άκουγε τον εαυτό σου. Και χάθηκε. Και βρέθηκε. Μακριά από σένα. Θλιμμένος. Να εύχεται να βρεις τη δύναμή σου. Και τότε θα είναι όλα διαφορετικά. Θα σε αγαπάς κι εσύ όσο εκείνος!
Και ποιος ξέρει… Ίσως μια μέρα… να ζήσουμε εμείς καλά κι εσείς καλύτερα!
Ξένια Ιωάννου